- χλωροφορμιστής
- ο врач-анестезиолог
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χλωροφορμιστής — ο, θηλ. χλωροφορμίστρια, Ν [χλωροφορμίζω] (παλ. τ.) βοηθός χειρουργού, ο οποίος εκτελεί την χλωροφόρμιση … Dictionary of Greek
χλωροφορμιστής — ο αυτός που χλωροφορμίζει, ο βοηθός χειρουργού που δίνει το χλωροφόρμιο για την αναισθησία αυτού που χειρουργείται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)